- επαραρίσκω
- ἐπαραρίσκω (AM)1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι2. παρασκευάζω, κατασκευάζωαρχ.1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.)2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, -υīa, -όςκαλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος(«ευ ἐπαρηρῶς ποσσίν» — στεκόμενος καλά όρθιος στα πόδια του). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αραρίσκω «ταιριάζω, προσαρμόζω»].
Dictionary of Greek. 2013.